- αγναντιαστός
- η , ό расположенный друг против друга;
τα σπίτια μας είναι αγναντιαστά — наши дома расположены друг против друга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα σπίτια μας είναι αγναντιαστά — наши дома расположены друг против друга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγναντιαστός — ή, ό [αγναντιάζω] 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικριστός 2. επίρρ. αγναντιαστά απέναντι, αγνάντια … Dictionary of Greek
αγναντιαστός — ή, ό επίρρ. ά αντικριστός: Στο χωριό τα σπίτια μας ήταν αγναντιαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)